σαπρότης

σαπρότης
(-ητος) η см. σαπίλα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "σαπρότης" в других словарях:

  • σαπρότης — rottenness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαπρότητα — σαπρότης rottenness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαπρότητι — σαπρότης rottenness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαπρότητος — σαπρότης rottenness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαιότητα — η (Α παλαιότης [παλαιός]) η ιδιότητα ή η κατάσταση τού παλαιού, ο απηρχαιωμένος χαρακτήρας («εἴτε παλαιότης εἴτε σαπρότης εἴτε ἡτισοῡν οὖσα», Πλατ.) αρχ. 1. πάλιωμα, μπαγιάτεμα («παλαιότης ἄρτου», Δίων Κάσα) 2. η γεροντική ηλικία …   Dictionary of Greek

  • σαπρότητα — η / σαπρότης, ητος, ΝΑ [σαπρός] η ιδιότητα ή η κατάσταση τού σαπρού, σήψη, σαπίλα νεοελλ. μτφ. ηθικός ξεπεσμός, διαφθορά, εξαχρείωση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»