σαπρότης
Смотреть что такое "σαπρότης" в других словарях:
σαπρότης — rottenness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαπρότητα — σαπρότης rottenness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαπρότητι — σαπρότης rottenness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαπρότητος — σαπρότης rottenness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιότητα — η (Α παλαιότης [παλαιός]) η ιδιότητα ή η κατάσταση τού παλαιού, ο απηρχαιωμένος χαρακτήρας («εἴτε παλαιότης εἴτε σαπρότης εἴτε ἡτισοῡν οὖσα», Πλατ.) αρχ. 1. πάλιωμα, μπαγιάτεμα («παλαιότης ἄρτου», Δίων Κάσα) 2. η γεροντική ηλικία … Dictionary of Greek
σαπρότητα — η / σαπρότης, ητος, ΝΑ [σαπρός] η ιδιότητα ή η κατάσταση τού σαπρού, σήψη, σαπίλα νεοελλ. μτφ. ηθικός ξεπεσμός, διαφθορά, εξαχρείωση … Dictionary of Greek